Ἀπολλωνίου

Ἀπολλωνίου
Ἀπολλώνιον
of
neut gen sg
Ἀπολλώνιος
of
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλλίμαχος — I (Κυρήνη 310; – Αλεξάνδρεια 240; π.Χ.). Ποιητής και φιλόλογος. Υπήρξε ο πιο τυπικός εκπρόσωπος του αλεξανδρισμού. Ο Κ. περηφανευόταν ότι καταγόταν από τον Βάττο, τον ιδρυτή της Κυρήνης, και γι’ αυτό αποκαλούσε τον εαυτό του Βαττιάδη. Εγκατέλειψε …   Dictionary of Greek

  • Απολλώνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Κρόνος (4ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος από την Κυρηναία, δάσκαλος του φιλοσόφου Διόδωρου. 2. Α. ο Ρόδιος (Αλεξάνδρεια 295; – Ρόδος 215; π.Χ.). Ο επιφανέστερος επικός ποιητής της αλεξανδρινής περιόδου. Παιδαγωγός… …   Dictionary of Greek

  • Αργοναυτικά — Τίτλος που δόθηκε σε τέσσερα αρχαία ελληνικά και λατινικά εθνικά ποιήματα. 1. Έπος του Απολλώνιου του Ρόδιου σε 4 βιβλία, που περισώθηκε ολόκληρο και περιγράφει συστηματικά και με χρονική συνέχεια την Αργοναυτική εκστρατεία. Στα δύο πρώτα βιβλία… …   Dictionary of Greek

  • Herman Tollius — (* 28. Februar 1742 in Breda; † 29. April 1822 [1] in Leiden) war ein niederländischer Philologe, Historiker und Jurist. Inhaltsverzeich …   Deutsch Wikipedia

  • CYRUS — I. CYRUS Episcopus Orientis, Monotheleta, ab Heraclio Imperatore seducto, Patriarcha Alexandrinus factus. Sed ficta eius pietas, et Orthodoxiae ementitus cultus, quô plurimis imposuerat, in apricum productus, ipseque VI. Synodô Generali… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αμφίων — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Δία και της Αντιόπης, σύζυγος της Νιόβης. Μόλις γεννήθηκε, η μητέρα του αναγκάστηκε να τον εγκαταλείψει μαζί με τον δίδυμο αδελφό του Ζήθο στον Κιθαιρώνα, όπου τους βρήκαν και τους μεγάλωσαν βοσκοί της περιοχής.… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • γεωμετρία — Η κατά λέξη σημασία του όρου (= μέτρηση της Γης) φανερώνει τις πρώτες αρχές του θεμελιώδους αυτού κλάδου των μαθηματικών. Το περιεχόμενο του όρου στην εξελικτική πορεία του κλάδου μέσα στους αιώνες διευρύνθηκε σε πλάτος και προχωρεί σε όλο και… …   Dictionary of Greek

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • εικονογράφηση — Το σύνολο των διακοσμητικών στοιχείων και εικόνων που συνοδεύουν ένα κείμενο προκειμένου να το κάνουν ελκυστικότερο ή να τεκμηριώσουν το περιεχόμενό του. Γνωστή ήδη στην αιγυπτιακή και στην ελληνορωμαϊκή εποχή, η ε. γνώρισε μεγάλη ακμή στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”